spécimen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: specimen
      ενικός         πληθυντικός  
spécimen spécimens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spécimen (fr) αρσενικό

  1. το δείγμα
  2. (μεταφορικά) (ειρωνικό) τύπος, κάποιος, μάγκας· περίεργος, παράξενος
     συνώνυμα: type, zèbre· numéro, phénomène