sordide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sordide sordides

Επίθετο

[επεξεργασία]

sordide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. βρομερός, αισχρός
  2. αποκρουστικός, ρυπαρός, απεχθής
  3. υποβαθμισμένος, un sordide quartier de la ville