smush

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας smush
γ΄ ενικό ενεστώτα smushes
αόριστος smushed
παθητική μετοχή smushed
ενεργητική μετοχή smushing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
smush < συμφυρμός των smash (συντρίβω) + mush (πολτοποιώ)

smush (en)