silnie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
silnie < siła

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

silnie (pl)

  • δυνατά, με φυσική ή πνευματική δύναμη