shambles
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shambles | shambles |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shambles (en)
- σκηνή μεγάλης ακαταστασίας ή ερειπίων
- η ακαταστασία, το χάλι, τεράστια ανοργανωσιά
- σφαγείο, σκηνή αιματοχυσίας, σφαγής, μακελειό
- σφαγείο, τόπος σφαγής ζώων