setter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]setter (en)
- κάποιος που θέτει, που βάζει
- (θηλαστικό ζώο) σέτερ
- (αθλητισμός) (βόλεϊ) πασαδόρος