scourge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scourge | scourges |
scourge (en)
- (συνήθως ενικός, επίσημο) η μάστιγα
- ↪ Drugs are one of the scourges of our time.
- Τα ναρκωτικά είναι μία από τις μάστιγες της εποχής μας.
- ↪ Drugs are one of the scourges of our time.
- το μαστίγιο
Ρήμα
[επεξεργασία]scourge (en)