scourge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scourge scourges

scourge (en)

  1. (συνήθως ενικός, επίσημο) η μάστιγα
    Drugs are one of the scourges of our time.
    Τα ναρκωτικά είναι μία από τις μάστιγες της εποχής μας.
  2. το μαστίγιο

scourge (en)