scalper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

scalper (fr)

  • γδέρνω το τριχωτό δέρμα του κεφαλιού

Συγγενικά

[επεξεργασία]