sauveur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sauveur sauveurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sauveur (fr) αρσενικό