sœur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sœur | sœurs |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sœur (fr) θηλυκό
- (οικογένεια) αδελφή / αδερφή
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Γαλλικές λέξεις με συνθετικό 'sœur' στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'sœur' στην Κατηγορία:Γαλλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με τον όρο 'sœur' στην Κατηγορία:Γαλλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- sœur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- sœur - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online