rime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rime | rimes |
rime (fr) θηλυκό
- η ρίμα, η ομοιοκαταληξία
ενικός | πληθυντικός |
rime | rimes |
rime (fr) θηλυκό