retail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]retail (en) (χωρίς παραθετικά)
- λιανικός
- ↪ retail prices - λιανικές τιμές
Επίρρημα
[επεξεργασία]retail (en) (χωρίς παραθετικά)
- λιανικά
- ↪ Do you buy wholesale or retail?
- Αγοράζεις χονδρικά ή λιανικά;
- ↪ Do you buy wholesale or retail?
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η λιανική, η λιανοπούλημα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | retail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | retails |
αόριστος | retailed |
παθητική μετοχή | retailed |
ενεργητική μετοχή | retailing |
retail (en)
- πουλιέμαι λιανικά
- ↪ These books retail for 2 euros each.
- Αυτά τα βιβλία πουλιούνται λιανικά 2 ευρώ το καθένα.
- ↪ These books retail for 2 euros each.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 502. ISBN 9780194325684., λήμμα: λιανικός