resistance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
resistance resistances

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
resistance < resist + -ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

resistance (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η αντίθεση σε ένα σχέδιο, μια ιδέα κτλ.
    The bill was met with strong resistance.
    Το νομοσχέδιο συνάντησε μεγάλη αντίσταση.
    He accepted all of my terms without any resistance.
    Δέχτηκε όλους τους όρους μου χωρίς καμιά αντίσταση.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η χρήση δύναμης για να εναντιωθεί σε κάποιον ή κάτι
    active/passive resistance - ενεργητική/παθητική αντίσταση
    the resistance movement - το κίνημα αντίστασης
    resistance to authority - αντίσταση κατά της αρχής
    pockets of resistance - νησίδες/θύλακες αντίστασης
    They put up no resistance to the enemies advance.
    Δεν πρόβαλαν αντίσταση στην προέλαση του εχθρού.
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η αντοχή, η ικανότητα να μην επηρεάζεσαι από κάτι
    A weakened person didn’t have a strong resistance to microbes.
    Ένας εξασθενημένος άνθρωπος δεν έχει ισχυρές αντιστάσεις στα μικρόβια.
    frost/moisture resistance - αντοχή στον παγετό/στην υγρασία
  4. (φυσική, μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίσταση, η δύναμη που ενεργεί αντίθετα προς την κίνηση ενός σώματος
    the wind/air resistance - η αντίσταση του αέρα
    resistance to bending/torsion - αντίσταση στην κάμψη/στη στρέψη
  5. (φυσική, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ηλεκτρική αντίσταση, η ιδιότητα που έχει ένα υλικό να εμποδίζει τη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος
    electrical resistance - ηλεκτρική αντίσταση
    A unit of resistance is the ohm.
    Μονάδα αντιστάσεως είναι το ωμ.
  6. (συχνά the Resistance) η Αντίσταση, μια μυστική οργάνωση που αντιστέκεται στις αρχές, ειδικά σε μια χώρα που έχει τον έλεγχο ενός εχθρού
    the National Resistance - η Εθνική Αντίσταση
    the French Resistance - η Γαλλική Αντίσταση
    the heroes of the Resistance - οι ήρωες της Αντίστασης
    He took part in the Resistance.
    Έλαβε μέρος στην Αντίσταση.
    → και δείτε τη λέξη the underground