rectangulaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rectangulaire rectangulaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

rectangulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό