rainure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rainure rainures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rainure (fr) θηλυκό

  1. αυλάκι
  2. αρμός