réunion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réunion réunions

réunion (fr) θηλυκό

  1. η ένωση
    la réunion de deux ensembles - η ένωση δύο συνόλων
  2. η συγκέντρωση, η συνέλευση
    je dois assister à une réunion - πρέπει να παραστώ σε μια συγκέντρωση