pulse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pulse | pulses |
pulse (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pulse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulses |
αόριστος | pulsed |
παθητική μετοχή | pulsed |
ενεργητική μετοχή | pulsing |
pulse (en)
- (αμετάβατο) χτυπάω, πάλλομαι, χτυπάω ή ρέω με δυνατές τακτικές κινήσεις ή ήχους, π.χ. για σφυγμό αίματος
- ↪ The news sent his blood pulsing strongly through his veins.
- Τα νέα έκαμαν το αίμα του να χτυπάει δυνατά στις φλέβες του.
- ↪ The news sent his blood pulsing strongly through his veins.
- (αμετάβατο) πάλλομαι, είμαι γεμάτος από ένα συναίσθημα όπως ενθουσιασμό
- ↪ His voice pulsed with emotion.
- Η φωνή του έπαλλε από συγκίνηση.
- ↪ His voice pulsed with emotion.