prude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

prude (en)



      ενικός         πληθυντικός  
prude prudes

Επίθετο

[επεξεργασία]

prude (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σεμνότυφος
  2. σεμνός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]