problema

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problema (gl)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
problema < problem- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική problema problemaj
αιτιατική probleman problemajn

problema (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (es) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
problema problemi

problema (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

problema (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (pt) αρσενικό