poza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

poza (pl) θηλυκό

  1. η πόζα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

poza (pl)

  1. εκτός

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το επίρρημα συντάσσεται με οργανική (narzędnik) και όχι με τοπική (miejscownik) ακόμα και όταν αναφέρεται σε τόπο