porcja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porcja porcje
γενική porcji porcji(/porcyj)
δοτική porcji porcjom
αιτιατική porc porcje
οργανική porc porcjami
τοπική porcji porcjach
κλητική porcjo porcje

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
porcja < λατινική portio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porcja (pl) θηλυκό

  1. η μερίδα
  2. η δόση
  3. το μέρος, το τμήμα, το κομμάτι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]