pleurnicheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pleurnicheur pleurnicheurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pleurnicheur (fr) αρσενικό