play
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
play | plays |
play (en)
- (μετρήσιμο) το θεατρικό έργο
- ↪ the plays of Shakespeare - τα έργα του Σαίξπηρ
- ↪ The director of the play didn’t like the choreography.
- Η χορογραφία δεν άρεσε στον σκηνοθέτη του θεατρικού έργου.
- (μη μετρήσιμο) το παιχνίδι, η πλάκα, τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, και ειδικά τα παιδιά κι οι νέοι, για διασκέδαση
- ↪ Children are fond of play.
- Τα παιδιά αγαπούν το παιχνίδι.
- ↪ There’s a whole lot of play and no work in this class.
- Όλο πλάκα είναι αυτή η τάξη και καθόλου δουλειά.
- ↪ I am at play.
- Παίζω/έχω διάλειμμα (συνήθως στο σχολείο).
- ↪ Children are fond of play.
- (μη μετρήσιμο, αθλητισμός) το παίξιμο ενός αγώνα, η φάση
- ↪ They won the match through good/tough play.
- Κέρδισαν το ματς με το καλό/σκληρό παίξιμο τους.
- ↪ He was severely punished, because he his the opposite team’s player out of play.
- Τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί χτύπησε τον αντίπαλο παίκτη εκτός φάσεως.
- ↪ They won the match through good/tough play.
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η φάση σε ένα άθλημα
- ↪ the play of the game - η φάση του αγώνα
- ↪ The TV is showing the main/the most important plays of Sunday’s games.
- Η τηλεόραση δείχνει τις κυριότερες/σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Κυριακής.
- ↪ The referee closely followed the play and let it unfold.
- Ο διαιτητής παρακολούθησε τη φάση από κοντά και την άφησε να εξελιχτεί.
- ↪ a game with good plays/poor plays - αγώνας πλούσιος/φτωχός σε φάσεις
- (μη μετρήσιμο) η ενέργεια, η δραστηριότητα ή η λειτουργία κάτι· η επιρροή κάποιου σε κάτι άλλο
- ↪ the forces at play which we have no control over - η ενέργεια δυνάμεων που δεν της ελέγχουμε
- ↪ It came into play.
- Μπήκε σε ενέργεια.
- ↪ I am putting something into play.
- Βάζω σε ενέργεια κάτι.
- (μη μετρήσιμο) για σχοινί, δυνατότητα ελεύθερης και εύκολης μετακίνησης
- ↪ Give the rope more play!
- Λάσκαρε λίγο το σχοινί!
- ↪ Give the rope more play!
- (μη μετρήσιμο, λογοτεχνικό) το παιχνίδισμα, για φως ή χαμόγελο, μια ελαφριά, γρήγορη κίνηση που αλλάζει συνέχεια
- ↪ the play of sunlight upon water - το παιχνίδισμα του φωτός πάνω στο νερό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | play |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plays |
αόριστος | played |
παθητική μετοχή | played |
ενεργητική μετοχή | playing |
play (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, κάνω πράγματα για ευχαρίστηση, όπως κάνουν τα παιδιά. περνάω καλά, χωρίς δουλειά
- ↪ Let’s go outside and play.
- Πάμε έξω να παίξουμε.
- ↪ They are playing with the dolls.
- Παίζουν με τις κούκλες.
- ↪ Let’s go outside and play.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, προσποιούμαι ότι είμαι ή κάνω κάτι για πλάκα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, συμμετέχω σε ένα παιχνίδι· συναγωνίζομαι με κάποιον σε ένα παιχνίδι
- ↪ I play football/bridge/chess.
- Παίζω ποδόσφαιρο/μπριτζ/σκάκι.
- ↪ I’ll play you in/at backgammon/chess.
- Θα σε παίξω τάβλι/σκάκι.
- ↪ She plays fair/hard.
- Παίζει τίμια/σκληρά.
- ↪ I play football/bridge/chess.
- (αμετάβατο) παίζω, παίρνω μια συγκεκριμένη θέση σε μια αθλητική ομάδα
- ↪ Who’s playing in goal/goalkeeper?
- Ποιος παίζει τέρμα/τερματοφύλακας;
- ↪ Who’s playing in goal/goalkeeper?
- (μεταβατικό, σκάκι) παίζω, μετακινώ ένα πούλι στο σκάκι
- ↪ He played a pawn.
- Έπαιξε ένα πιόνι.
- ↪ He played a pawn.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χαρτοπαίγνιο) παίζω, βάζω ένα χαρτί με την όψη προς τα πάνω στο τραπέζι για να δείξω την αξία του
- ↪ She played a trump.
- Έπαιξε ένα ατού.
- ↪ She played a trump.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω μουσική σε ένα μουσικό όργανο
- ↪ The London Philharmonic is playing at the Herodion tonight.
- Η Φιλαρμονική του Λονδίνου παίζει στο Ηρώδιο απόψε.
- ↪ The band played the National Anthem.
- Η μπάντα έπαιξε τον Εθνικό Ύμνο.
- ↪ He was sitting on the sidewalk playing guitar.
- Καθόταν στο πεζοδρόμιο κι έπαιζε κιθάρα.
- ↪ The London Philharmonic is playing at the Herodion tonight.
- (μεταβατικό) έχω την ικανότητα να παίζω ένα μουσικό όργανο
- ↪ My cousin plays piano very well.
- Η ξαδέρφη μου παίζει πιάνο πολύ καλά.
- ↪ I play the violin and the flute.
- Παίζω βιολί και φλάουτο.
- ↪ My cousin plays piano very well.
- (αμετάβατο) παίζω, για ένα τραγούδι, ένα άλμπουμ κτλ. που ακούγεται
- ↪ The radio is playing too loudly, turn it down!
- Το ραδιόφωνο παίζει πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το!
- ↪ Which TV channel plays only music?
- Ποιο κανάλι τηλεόρασης παίζει μόνο μουσική;
- ↪ The radio is playing too loudly, turn it down!
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω βίντεο ή ταινία
- ↪ What films are playing at the local cinemas?
- Τι φιλμ παίζουν τα σινεμά της συνοικίας;
- ↪ What films are playing at the local cinemas?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω σε θεατρικό έργο, ταινία κτλ.· παίζω το ρόλο κάποιου
- ↪ He’s playing a part in Hamlet.
- Παίζει στον Άμλετ.
- ↪ She always plays the role of the maid.
- Παίζει πάντα το ρόλο υπηρέτριας.
- ↪ He’s playing a part in Hamlet.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσποιούμαι ότι είμαι κάτι που δεν είμαι
- (μεταβατικό, play a role/part) διαδραματίζω ρόλο, έχω επίδραση σε κάτι
- ↪ The Great Powers play an important role in the regional developments.
- Οι Μεγάλες Δυνάμεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις περιφερειακές εξελίξεις.
- ↪ The Great Powers play an important role in the regional developments.
- (μεταβατικό) σκαρώνω φάρσες για πλάκα
- ↪ Sometimes the kids would play tricks on their teacher.
- Μερικές φορές τα παιδιά σκάρωναν φάρσες στο δάσκαλό τους.
- ↪ Sometimes the kids would play tricks on their teacher.
- (μεταβατικό) παίζω, ξεγελάω κάποιον με άσχημο τρόπο
- παιχνιδίζω
- ρίχνω, κατευθύνω (λ.χ. τους προβολείς)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- play (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- play (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 291, 642-643. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενέργεια, παίζω
- Λήμματα «play» (ουσιαστικό & ρήμα), στο: D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 478-479.