pisse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pisse < pisser

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pisse pisses

pisse (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]