pigwa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pigwa pigwy
γενική pigwy pigw
δοτική pigwie pigwom
αιτιατική pigwę pigwy
οργανική pigwą pigwami
τοπική pigwie pigwach
κλητική pigwo pigwy

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pigwa (pl) θηλυκό

  1. η κυδωνιά
  2. το κυδώνι (ο καρπός της κυδωνιάς)