penon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
penon < penne

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pənɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
penon penons

penon (fr) αρσενικό

  1. ανεμοδείκτης ή μικρό κομμάτι από ύφασμα που δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου
  2. (εραλδική) και pennon: οικόσημο χωρισμένο σε τέσσερα τέταρτα, όπου το καθένα δείχνει τις συμμαχίες ή τους βαθμούς της γενεαλογικής συγγένειας



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

penon (eo)