penon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- penon < penne
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
penon | penons |
penon (fr) αρσενικό
- ανεμοδείκτης ή μικρό κομμάτι από ύφασμα που δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου
- (εραλδική) και pennon: οικόσημο χωρισμένο σε τέσσερα τέταρτα, όπου το καθένα δείχνει τις συμμαχίες ή τους βαθμούς της γενεαλογικής συγγένειας
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]penon (eo)