paw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paw | paws |
paw (en)
- το πόδι ενός ζώου
- ↪ The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
- Ο σκύλος γάβγισε δυνατά όταν το πάτησα το πόδι.
- ↪ The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | paw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paws |
αόριστος | pawed |
παθητική μετοχή | pawed |
ενεργητική μετοχή | pawing |
paw (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξύνω, για ζώο που ξύνει κάτι με το πόδι
- ↪ The dog was pawing with his nails at the door.
- Ο σκύλος έξυνε με τα νύχια του την πόρτα.
- ↪ The dog was pawing with his nails at the door.
- (μεταβατικό) πασπατεύω, αγγίζω κάποιον με σεξουαλικό τρόπο που τον βρίσκει προσβλητικό
- ↪ No girl likes being pawed at.
- Σε κανένα κορίτσι δεν αρέσει να την πασπατεύουν.
- ↪ No girl likes being pawed at.