paw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paw paws

paw (en)

  • το πόδι ενός ζώου
    The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
    Ο σκύλος γάβγισε δυνατά όταν το πάτησα το πόδι.
ενεστώτας paw
γ΄ ενικό ενεστώτα paws
αόριστος pawed
παθητική μετοχή pawed
ενεργητική μετοχή pawing

paw (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξύνω, για ζώο που ξύνει κάτι με το πόδι
    The dog was pawing with his nails at the door.
    Ο σκύλος έξυνε με τα νύχια του την πόρτα.
  2. (μεταβατικό) πασπατεύω, αγγίζω κάποιον με σεξουαλικό τρόπο που τον βρίσκει προσβλητικό
    No girl likes being pawed at.
    Σε κανένα κορίτσι δεν αρέσει να την πασπατεύουν.