paraphrase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ʁa.fʁaz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paraphrase paraphrases

paraphrase (fr) θηλυκό