parachute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parachute | parachutes |
parachute (en)
- το αλεξίπτωτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | parachute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | parachutes |
αόριστος | parachuted |
παθητική μετοχή | parachuted |
ενεργητική μετοχή | parachuting |
parachute (en)
- (αμετάβατο) πέφτω με αλεξίπτωτο
- (μεταβατικό) ρίχνω κάτι ή κάποιον με αλεξίπτωτο
- ↪ I am parachuting supplies in.
- Ρίχνω εφόδια με αλεξίπτωτο.
- ↪ They are parachuting down men behind enemy lines.
- Ρίχνουν άντρες με αλεξίπτωτα πίσω από της εχθρικές γραμμές.
- ↪ I am parachuting supplies in.
Πηγές
[επεξεργασία]- parachute (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parachute | parachutes |
parachute (fr) αρσενικό
- το αλεξίπτωτο