outcast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
outcast | outcasts |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outcast (en)
- ο απόβλητος, για ένα άτομο που δεν γίνεται αποδεκτό από την κοινωνία ή από μια συγκεκριμένη ομάδα
- ↪ There should be no social outcasts.
- Δεν πρέπει να υπάρχουν κοινωνικά απόβλητα.
- ↪ There should be no social outcasts.