orthographier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
orthographier < orthogrphi(e) (ορθογραφία) + -er

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.to.ɡʁa.fje/

orthographier (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]