orange

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orange (en)

  • (φρούτο) πορτοκάλι
    Do you want to eat some orange spoon sweet?
    Θέλεις να φας λίγο γλυκό του κουταλιού πορτοκάλι;

Επίθετο

[επεξεργασία]

orange (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
orange oranges

orange (fr) θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
orange orange

orange (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

orange (de)



Επίθετο

[επεξεργασία]

orange (da)