onboard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]onboard (en)
- ενσωματωμένος
- (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) ηλεκτρονικό κύκλωμα που εμπεριέχεται σε άλλο μεγαλύτερο κύκλωμα
- άλλη γραφή: on-board [1]
- ≈ συνώνυμα: integrated
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) Should I use "onboard," "on-board," or "on board" in my writing. Πρόσβαση 2021-05-07.