on purpose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]on purpose (en)
- (ιδιωματισμός) σκόπιμα
- ↪ He said it on purpose to annoy me.
- Το είπε σκόπιμα για να με πειράζει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ He said it on purpose to annoy me.