odmiana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | odmiana | odmiany |
γενική | odmiany | odmian |
δοτική | odmianie | odmianom |
αιτιατική | odmianę | odmiany |
οργανική | odmianą | odmianami |
τοπική | odmianie | odmianach |
κλητική | odmiano | odmiany |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]odmiana (pl) θηλυκό
- η αλλαγή, η μεταβολή
- (γραμματική) η κλίση