now

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

now (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τώρα, αμέσως, πια, αυτή τη στιγμή
    What are you doing now?
    Τι κάνεις τώρα;
    He’s busy now.
    Είναι απασχολημένος τώρα.
    I saw him just now.
    Τον είδα τώρα δα.
    Come here now!
    Έλα εδώ αμέσως!
    They should be there now.
    Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
    This is now the only certainty.
    Αυτό πια είναι το μόνο σίγουρο.
    He will have left by now.
    Θα έχει φύγει τώρα πια.
    All you really have is now.
    Το μόνο που πραγματικά έχεις είναι το τώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις currently και immediately

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

now (en)

  • τώρα που
    Now that we are all here…
    Τώρα που είμαστε όλοι εδώ…