no

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /noʊ/
ΔΦΑ : /nəʊ/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

no (en) (χωρίς παραθετικά)

  • δεν, χρησιμοποιείται πριν από επίθετα και επιρρήματα με την ίδια σημασία του not
    I am feeling no better.
    Δεν νιώθω καλύτερα.

no (en)

  • όχι, χρησιμοποιείται για να δώσει αρνητική απάντηση ή δήλωση
    No, not me!
    Όχι, όχι εγώ!
    -“Should we go on a walk?” -“No, I’d rather go to the cinema.”
    -«Πάμε βόλτα;» -«Όχι, καλύτερα να πάμε σινεμά.»
    -“Will you have a small drink?” -“I wouldn’t say no.”
    -«Θα πιεις ένα ποτηράκι;» -«Δε θα ΄λεγα όχι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη yes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

no (en)

  1. το όχι, ένα περιστατικό του όχι
    He said a clear no.
    Είπε ένα ξεκάθαρο όχι.
  2. (the noes, μόνο πληθυντικός) ο συνολικός αριθμός των ατόμων που ψήφισαν «όχι» σε μια επίσημη συζήτηση
    The noes have it.
    Τα «όχι» πήραν την πλειοψηφία.

no (en)

  1. κανείς, ούτε ένας
    No teacher/no method/no book can help you if…
    Κανένας δάσκαλος/καμιά μέθοδος/κανένα βιβλίο δε μπορεί να σε βοηθήσει αν…
    No teacher can help him if he himself won’t get down to studying.
    Κανείς δάσκαλος δεν μπορεί να τον βοηθήσει, αν ο ίδιος δε στρωθεί να διαβάσει.
     αντώνυμα: any, some
  2. μην το κάνεις, απαγορεύεται να το κάνεις
    No smoking - Μην καπνίζετε/Απαγορεύεται το κάπνισμα
  3. κανείς, χρησιμοποιείται για να εκφράσει το αντίθετο από αυτό που αναφέρεται
    I am no fool.
    Δεν είμαι κανένας βλάκας.
    He is no idiot; he very well knew what they meant.
    Δεν είναι κανείς χαζός· κατάλαβε καλά τι εννοούσαν.
     συνώνυμα: not a
  4. (there is no + ρήμα (-ing)) είναι αδύνατο να κάνει κάτι κανείς
    There is no denying this.
    Είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς αυτό.
    There is no stopping him.
    Είναι αδύνατο να τον σταματήσει κανείς.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
no < n- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

no (eo)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

no (ia)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

no (et)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

no (it)



no (la) nāre, nāvī, —



Προφορά

[επεξεργασία]
 

no (pl)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
no < em + o

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

no (pt)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

no (sk)