niet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
niet < (άμεσο δάνειο) ρωσική нет (όχι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

niet (fr) αρσενικό

  1. το όχι, η άρνηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

niet (fr)

  1. (οικείο) όχι



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

niet (nl)

Χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων.
  • δεν
    hij is niet daar - δεν είναι εκεί
    ik weet niet - δεν ξέρω