nicely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός nicely
συγκριτικός nicelier / more nicely
υπερθετικός niceliest / most nicely

Επίρρημα

[επεξεργασία]

nicely (en)

  1. όμορφα (ευχάριστα)
    άλλες μορφές: nice! (προφορικό, ανεπίσημο, όπως το επίθετο)
  2. προσεκτικά, με ακρίβεια