nen
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καταλανικά
(ca)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
nen
(ca)
παιδί
αρσενικού
γένους
Κατηγορίες
:
Καταλανική γλώσσα
Ουσιαστικά (καταλανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Italiano
日本語
La .lojban.
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
ဘာသာမန်
Plattdüütsch
Nederlands
Occitan
Polski
Português
Русский
Sängö
Slovenščina
Gagana Samoa
Shqip
Svenska
ไทย
Türkçe
Volapük
Wolof
中文