mytho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mytho < mythomane

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mytho mythos

mytho (fr) αρσενικό ή θηλυκό