mitraille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mitraille mitrailles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mitraille (fr) θηλυκό

  1. ο μύδρος
  2. το μυδράλιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]