mesurable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mesurable < mesurer
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mesurable | mesurables |
mesurable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mesurable | mesurables |
mesurable (fr) αρσενικό ή θηλυκό