mercenary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mercenary | mercenaries |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mercenary < λατινική mercenarius < merces
Επίθετο
[επεξεργασία]mercenary (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mercenary (en)