medicinal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
medicinal < medicine + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

medicinal (en) (χωρίς παραθετικά)

  • φαρμακευτικός
    medicinal substances which suppress pain/inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους/τις φλεγμονές