masturbi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
masturbi < masturb- + -i
ρήμα masturbi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας masturbas masturbanta masturbata
αόριστος masturbis masturbinta masturbita
μέλλοντας masturbos masturbonta masturbota
υποθετική masturbus - -
προστακτική masturbu - -

masturbi (eo)