masturbate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας masturbate
γ΄ ενικό ενεστώτα masturbates
αόριστος masturbated
παθητική μετοχή masturbated
ενεργητική μετοχή masturbating

masturbate (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]