marque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
marque marques

marque (fr) θηλυκό

  1. το σημάδι
  2. η μάρκα
  3. το σήμα