logis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

logis (fr) αρσενικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

logis (eo)

  • αόριστος του ρήματος logi