list
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
list | lists |
list (en)
- λίστα, κατάλογος
- (προγραμματισμός) λίστα, είναι δομή δεδομένων
- ※ Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [1]
- Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
- υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
- δείτε επίσης: list (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [1]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- list στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (bs)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (hr)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (pl) αρσενικό
- η επιστολή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]list (pl)
- γενική πληθυντικού του lista
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (sk) αρσενικό
- η επιστολή
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (cs) αρσενικό
- το φύλλο φυτού
- το φύλλο χαρτιού
- (παρωχημένο) το πιστοποιητικό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προγραμματισμός (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (πολωνικά)
- Σλοβακική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβακικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Παρωχημένες σημασίες όρων (τσεχικά)