list

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɪst/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
list lists

list (en)

  1. λίστα, κατάλογος
  2. (προγραμματισμός) λίστα, είναι δομή δεδομένων
    ※  Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [1]
    Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
    υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
    δείτε επίσης: list (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • list στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

list (bs)

  1. το φύλλο
  2. η σελίδα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

list (hr)

  1. το φύλλο
  2. η επιστολή



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

list (pl) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

list (pl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

list (sk) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

list (cs) αρσενικό

  1. το φύλλο φυτού
  2. το φύλλο χαρτιού
  3. (παρωχημένο) το πιστοποιητικό